πλαγιοτομία

πλαγιοτομία
η, ΝΑ
νεοελλ.
(γεωδ.-τοπογρ.) ειδική περίπτωση εφαρμογής τής εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά σημεία είναι απρόσιτο, όπως λ.χ. είναι ένα αδιάβατο έδαφος ή η κορυφή ενός καμπαναριού κ.λπ.
αρχ.
λοξή εντομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -τομία (< -τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο-τομία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλαγιοτομία — πλαγιοτομίᾱ , πλαγιοτομία oblique incision fem nom/voc/acc dual πλαγιοτομίᾱ , πλαγιοτομία oblique incision fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”